λιναρόσπορος

λιναρόσπορος
ο
ο σπόρος του λιναριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιναρόσπορος — ο ο σπόρος τού φυτού λίνου, αλλ. λινόσπορος …   Dictionary of Greek

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

  • λινόσπερμα — λινόσπερμα, τὸ (ΑM) λιναρόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σπέρμα (< σπείρω)] …   Dictionary of Greek

  • λινόσπερμον — λινόσπερμον, τὸ (Α) λιναρόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σπερμον (< σπέρμα)] …   Dictionary of Greek

  • λινόσπορος — ο (Μ λινόσπορος) σπόρος λίνου, λιναρόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σπόρος (< σπείρω)] …   Dictionary of Greek

  • Μινεσότα — (Minnesota). Πολιτεία (218.600 τ. χλμ., 4.972.294 κάτ. το 2001) των κεντρικών βορειοδυτικών ΗΠΑ με πρωτεύουσα την Σεντ Πολ (287.151 κάτ.). Συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Δ με τη Βόρεια και τη Νότια Ντακότα, στα Ν με την Αϊόβα, στα Α με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”